τριτόκλιτος

τριτόκλιτος
-η, -ο, Ν
1. γραμμ.
αυτός που ανήκει στην τρίτη κλίση, που κλίνεται κατά την τρίτη κλίση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τριτόκλιτα
γραμμ. τα ουσιαστικά και τα επίθετα τα οποία κλίνονται σύμφωνα με την τρίτη κλίση τής παραδοσιακής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος
+ κλιτός (< κλίνω), πρβλ. πρωτό-κλιτος. Η λ., μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριτόκλιτος — η, ο που κλίνεται σύμφωνα με την τρίτη κλίση της γραμματικής: Τριτόκλιτο ουσιαστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”